Το ταξίδι ξεκίνησε το 2006. Τότε ο καθηγητής Βιοϊατρικής Τεχνολογίας και Πληροφορικής, Δημήτρης Φωτιάδης μαζί με τον καθηγητή Νευρολογίας, Σπύρο Κονιτσιώτη, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ξεκίνησαν τα πρώτα βήματα της σχετικής έρευνας.; Στόχος ήταν να δούμε αν μπορούμε να αποτυπώσουμε τα συμπτώματα της σύνθετης νόσου του Πάρκινσον η οποία παρουσιάζει κινητικά προβλήματα που δύσκολα γίνονται αντιληπτά και μπορούν να καταγραφούν. Να το κάνουμε εξ’ αποστάσεως, να το κάνουμε με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης και με τη βοήθεια φορέσιμων ιατρικών συσκευών. Αυτό, λοιπόν, από το 2008 ως το 2011 έγινε πραγματικότητα με το λεγόμενο «proof of concept». Σε 81 ασθενείς αποδείχτηκε, μέσα από θεωρητικές και πρακτικές μετρήσεις, ότι είναι εφικτό, ότι μετρώνται τα συμπτώματα με ακρίβεια κι ότι μπορεί ο ιατρός, εξ’ αποστάσεως, να γνωρίζει πώς πάνε τα πράγματα. Οι founders μαζί με ένα business team του οποίου είμαι ο βασικός εκφραστής, εργαστήκαμε τρία χρόνια, αναζητήσαμε, σε αυτή τη διάρκεια, τα επιχειρηματικά κεφάλαια και εκεί ήρθε η Εθνική Τράπεζα, με το Business Seeds, να γίνει ο βασικός αρωγός στη διαδικασία και ήταν πολύ σημαντική η συνεισφορά της.

Ο τρόπος που το χρησιμοποιεί ο ασθενής είναι για 2 έως 5 ημέρες, μια φορά τον μήνα, μια φορά το δίμηνο, μια φορά το εξάμηνο ή τον χρόνο, ανάλογα με το τι του ζητά ο ιατρός του. Κάποιοι ασθενείς, οι οποίοι βρίσκονται στο ξεκίνημα της νόσου και δη, στο λεγόμενο «honey-moon» που λέμε στα αγγλικά, στον «μήνα του μέλιτος» με την ασθένεια τα συμπτώματα είναι διαχειρίσιμα , η αγωγή είναι αυτή που πρέπει, ο ασθενής δεν έχει τις λεγόμενες «διακυμάνσεις», δηλαδή μια τον «πιάνουν» τα φάρμακα, μια δεν τον «πιάνουν». Αυτή είναι η εικόνα του μέλλοντός του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι καλά και ίσως δεν καταλαβαίνεις ότι έχει Πάρκινσον, γιατί είναι πολύ δυνατά τα φάρμακα, τον «πιάνουν» και όλα είναι ΟΚ. Όμως, όσο περνάει ο καιρός, δυστυχώς προχωρά η λεγόμενη «νευροεκφύλιση», η ασθένεια εξελίσσεται και ο ασθενής αρχίζει να εμφανίζει ξανά τα συμπτώματα που είχε, πριν πάρει την αγωγή, όχι όμως διαρκώς. Παίρνει την αγωγή του, όποτε του έχει πει ο ιατρός μέσα στην ημέρα και μετά από λίγο δεν τον «πιάνει» πια η αγωγή. Μετά ο ιατρός αρχίζει να του βάζει δεύτερη δόση, τρίτη δόση, πέμπτη δόση, σε αυτό το ταξίδι στον χρόνο, χέρι-χέρι με την ασθένεια. Κι εκεί αρχίζει η πολυπλοκότητα. Γιατί πρέπει να έχει τη δόση και τη δοσολογία, αυτή που πρέπει, διαρκώς. Είναι αδύνατον να μπορεί ο ιατρός να ξέρει αυτήν την πληροφορία, χωρίς να έχει ένα τέτοιου τύπου καταγραφικό.

Ακριβώς. Κοιτάξτε, η ασθένεια αυτή είναι παγκόσμια. Στην Ελλάδα έχουμε 22.000 περίπου ασθενείς με νόσο Πάρκινσον και παγκοσμίως περίπου 13.000.000. Θα ήταν εν τέλει άδικο να μην είσαι εξωστρεφής de facto, γιατί οι ανάγκες είναι παγκόσμιες. Δυστυχώς, υπάρχει παντού και μάλιστα είναι μια ασθένεια που επηρεάζει πάρα πολύ όλη την οικογένεια. Ο ασθενής με νόσο Πάρκινσον – δυστυχώς επειδή δεν είναι ιάσιμη – περνάει σταδιακά έναν γολγοθά. Και τον περνούν και οι οικείοι του.
Έρχεται η κατάθλιψη, έρχονται προβλήματα πολλά, χάνει μέρες από τη δουλειά του, δεν είναι πλέον παραγωγικός, σε όποια φάση της ζωής του κι αν βρίσκεται. Άρα λοιπόν, η εξωστρέφεια ήταν από την αρχή κάτι αυτονόητο. Για να είναι κανείς εξωστρεφής – καταρχήν είναι κάτι που κοστίζει και επίσης πρέπει να αντιληφθεί πώς θα είναι εξωστρεφής, ποιους συνεργάτες θα βρει, πώς θα χτίσει το δίκτυό του, αν θα ιδρύσει θυγατρικές ή αν θα δουλέψει με distributors.
Εμείς αυτή τη στιγμή έχουμε παρουσία σε περίπου 10 χώρες, οι οποίες είναι, ως επί το πλείστων, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο. Άμεσα μας ενδιαφέρει και η αγορά της Μέσης Ανατολής, όπως επίσης πάνω από όλα, μας ενδιαφέρει η αμερικανική αγορά.

Η υγεία είτε είναι η νοσοκομειακή παροχή υπηρεσιών είτε είναι τα φάρμακα είτε είναι οι ιατρικές συσκευές είτε είναι μια φυσιοθεραπεία στο σπίτι ή σε ένα φυσιοθεραπευτήριο , εν τέλει έχει μια πολυπλοκότητα ως σύστημα. Πολύ συχνά, άλλος παίρνει την υπηρεσία, άλλος τον παραπέμπει για αυτήν την υπηρεσία, αλλού πρέπει να γίνει η υπηρεσία και άλλος πληρώνει για την υπηρεσία. Αυτό που λέτε ονομάζεται «market access» και δυστυχώς, λόγω της διαφορετικότητας των χωρών ακόμα και μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για κάθε χώρα πρέπει να γίνει μια καταγραφή πριν μπεις, σε ό,τι αφορά το πλάνο διείσδυσης στη χώρα. Κι αυτό μπορεί να ακούγεται αυτονόητο για οποιαδήποτε επιχειρηματική προσπάθεια. Πρέπει κανείς να δει ποια είναι τα βήματα που πρέπει να λάβει, ώστε να αποκτήσει αποζημίωση η συσκευή από το σύστημα υγείας. Η αποζημίωση για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο γίνεται σε διαφορετικά επίπεδα. Μπορεί να γίνει σε μια γεωγραφική περιφέρεια στο αντίστοιχο CCG, έτσι λέγεται το Clinical Commissioning Group,ας πούμε του Μπέλφαστ ή μπορεί να γίνει σε επίπεδο νοσοκομείου ή μπορεί να γίνει σε κεντρικό επίπεδο με κεντρικό αγοραστή. Με διαφορετικά σενάρια, με διαφορετικές διακλαδώσεις, ένα δίκτυο αποζημίωσης και μετά έρχονται οι αποζημιωτές που μπορεί να είναι ιδιωτικές ασφαλιστικές. Παίζουν άλλον ρόλο και συμμετέχουν με άλλον τρόπο. Επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν οι επαγγελματίες της υγείας, οι οποίοι είναι αυτοί που θα συστήσουν τη χρήση ενός φαρμάκου ή μιας συσκευής και άρα πρέπει να γνωρίζουν, πρέπει να εκπαιδευτούν. Πρέπει να υπάρχουν κλινικές μελέτες που να αποδεικνύουν τις επιδόσεις του προϊόντος ή αντίστοιχα ότι βελτιώνει την ποιότητα ζωής ή αντίστοιχα ότι εξοικονομεί πόρους από το σύστημα υγείας. Όλα αυτά λοιπόν, αν σκεφτείτε ότι είναι διαφορετικά ανά χώρα, κάποια κοινά, κάποια διαφορετικά, δημιουργούν την ανάγκη για μια χαρτογράφηση πολύ διαφορετική ανά χώρα.

Εμείς νιώθουμε πολλές φορές ότι ζούμε το «Greek Dream», όπως λέγαμε το «American Dream». Στην Ελλάδα, στη χώρα μας, με το λεγόμενο «εθνικό πρόσημο» που όλους κάπως μας διακατέχει, γιατί έχουμε την ιστορία μας, γιατί έχουμε τους φίλους μας, γιατί έχουμε τη θάλασσα και τον ήλιο κι ό,τι είναι αυτό που εμπνέει τον καθένα. Μπορούμε εδώ να κάνουμε αυτά τα πράγματα, εφόσον υπάρχει ομάδα, εφόσον υπάρχει μια σωστή επιχειρηματική ιδέα, εφόσον «δέσει η συνταγή» και μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα, γιατί πλέον είναι όλα πιο εύκολα από αυτά που βρήκαμε εμείς. Υπάρχουν πολλές πηγές χρηματοδότησης – ίσως όχι τόσο εξειδικευμένες όσο θα θέλαμε, αλλά βελτιώνονται, προχωράνε, προσπαθούν να κλείσουν, όπως λέγαμε παλιά το digital divide, το κενό στην ψηφιακή σύγκλιση. Εδώ είναι το technology divide σε σχέση με το Λονδίνο που αναφέραμε νωρίτερα ή με το Σαν Φρανσίσκο ή με την Βοστόνη. Υπάρχει προσπάθεια, υπάρχουν κάποια πολύ καλά πανεπιστήμια, υπάρχουν κάποια πολύ καλά funds και νομίζω ότι όλα είναι πιο εύκολα και ελπίζω στο μέλλον να γίνουν ευκολότερα.
Περισσότερα